- πρωτόπειρος
- -η, -ο / πρωτόπειρος, -ον, ΝΜΑ 1. αυτός που για πρώτη φορά επιχειρεί να κάνει κάτι2. (κατ' επέκτ.) αδέξιος, ατζαμής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -πειρος (< πείρα), πρβλ. πολύ-πειρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτόπειρος — making the first trial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόπειρος — η, ο αυτός που επιχειρεί για πρώτη φορά κάτι, ο άπειρος, ο πρωτόβγαλτος, ο πρωτάρης, ο ατζαμής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτόπειρον — πρωτόπειρος making the first trial masc/fem acc sg πρωτόπειρος making the first trial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπείροις — πρωτόπειρος making the first trial masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπείρους — πρωτόπειρος making the first trial masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπείρων — πρωτόπειρος making the first trial masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπείρῳ — πρωτόπειρος making the first trial masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόπειρα — πρωτόπειρος making the first trial neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TYRO — I. TYRO aliis Tiro, Graece νέος ςτρατιώτης, πρωτόπειρος, novus miles, an a τείρομαι, etiam de Adolescentibu, ad forensia studia se praeparantibus, apud Plinium et Quintilianum reperitur Instit. Orat. l. 12. c. 6. Erat autem apud Romanos Tyrocinii … Hofmann J. Lexicon universale
αρχάριος — α, ο (Μ ἀρχάριος, α, ον) πρωτόπειρος, άπειρος ή αδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + (μσν. κατάλ.) άριος (βλ. κατάλ. άρης)] … Dictionary of Greek